-
1 διαχεω
(aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)1) разливать, переливать2) pass. стекать(ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.)
(χῶμα διαχεῖται Thuc.)
4) разделять, разъединять(τὰ συγκεκριμένα Plat.)
5) разрубать, рассекать(βοῦν ἅπαντα Hom.)
6) растворять, распускать или разрежать(ἥ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.)
; растворяться(τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.)
7) pass. испаряться8) pass. таять(διαχεῖται ἥ χιών Xen.)
9) pass. расходиться, распространяться10) pass. разбегаться(οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.)
11) pass. разлагаться, истлевать(ὅ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.)
12) расслаблятьδιακεχυμένος Plut. — развязный13) ослаблять, притуплять(τέν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.)
14) смягчать, успокаивать, утешать(λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.)
διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. — с веселым лицом;εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. — он преисполнен радости15) разрушать, расстраивать(τὰ βεβουλευμένα τινός Her.)
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek